.

.
Προλεγόμενα: Ιστορία και κοινωνικές επιστήμες

.

.
Το πρόβλημα της αιτιότητας (από το Κεφάλαιο 4)

Το βιβλίο αυτό αναδεικνύει και πραγματεύεται το μείζον θέμα της ιστοριογραφίας: του τρόπου και των γνωστικών προϋποθέσεων που έχει η συγγραφή της ιστορίας. Η προσέγγιση γίνεται από μια οπτική κοινωνικών επιστημών –με σημείο εκκίνησης τη διαπίστωση ότι οι μεθοδολογικές μέριμνες των τελευταίων έχουν πολλά να συνεισφέρουν στην διευκρίνιση (και ενδεχομένως επίλυση) προβλημάτων που ανέκυψαν την επαύριο της μεταμοντέρνας «γλωσσολογικής στροφής», όταν αμφισβητήθηκε η δυνατότητά μας να αφηγούμαστε με επάρκεια το παρελθόν, και ο ιστορικός κλάδος έτεινε να προσληφθεί ως μια απλή υπο-περιοχή της λογοτεχνίας. Συνδιαλεγόμενο με πρόσφατα σημαντικά έργα (προπαντός το Για την υπεράσπιση της ιστορίας του Richard J. Evans και το Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία του Αντώνη Λιάκου), το βιβλίο στρέφεται εναντίον αυτού του μεταμοντέρνου σχετικισμού, χωρίς όμως και να υιοθετεί τον γεγονοτολογικό θετικισμό: την άποψη περί της μιας και μόνης «ιστορικής αλήθειας» στην οποία μπορούμε να φτάσουμε εξετάζοντας απλώς τις πηγές. Υποστηρίζεται ότι διέξοδος βρίσκεται στην αποδοχή του –ούτως ή άλλως- ερμηνευμένου χαρακτήρα του παρελθόντος, που όμως απαιτείται να θεμελιώνεται σε προσεκτική και εμπεριστατωμένη χρήση των ιστορικών τεκμηρίων.
            Το βιβλίο περιλαμβάνει κεφάλαια για την πορεία του ιστορικού κλάδου μέσα στο χρόνο· τη σχέση επιστήμης και ανθρωπιστικών σπουδών· τη σχέση που διέπει γεγονότα, συμβάντα και ερμηνείες· το ακανθώδες ζήτημα της αιτιώδους επεξήγησης και του πάντοτε κομβικού ρόλου που διαδραματίζει ο Λόγος του ιστορούντος υποκειμένου· το πρόβλημα των «μεγάλων αφηγήσεων» και της στενής –συμπληρωματικής- σχέσης ανάμεσα στο μακρο- και το μικρο-επίπεδο· την δύσκολη σχέση ιστορίας και εξουσίας· καθώς και την –σε τελική ανάλυση- καθοριστική σημασία της πραγματικότητας. Ο διάλογος με τα κείμενα των Evans και Λιάκου κωδικοποιείται σε δυο κεφάλαια –άξονες για περαιτέρω διάλογο, ενώ σημαντικό ρόλο στο όλο πόνημα κατέχουν δυο παραρτήματα: το πρώτο περιλαμβάνει εικοσιένα πρωτότυπα δοκίμια- εργοβιογραφικές-θεωρητικές απεικονίσεις της συμβολής των κορυφαίων ιστορικών των τελευταίων δυο αιώνων, ενώ το δεύτερο παραθέτει με συνοπτικό τρόπο αφενός τα είδη και και προαπαιτούμενα της συγκριτικής μεθόδου και, αφετέρου, τα βασικά χαρακτηριστικά των σύγχρονων κοινωνικοεπιστημονικών παραδόσεων (δομισμός, ορθολογική επιλογή, φαινομενολογία, σχεσιακές προσεγγίσεις),  .

Ακολουθεί o Πίνακας Περιεχομένων και απόσπασμα από το εισαγωγικό κεφάλαιο («Προλεγόμενα: Ιστορία και κοινωνικές επιστήμες»)




1: Ιστορία μέσα στο χρόνο: μια ανασκόπηση.

ΙΙ. ΔΩΔΕΚΑ ΑΞΟΝΕΣ ΓΙΑ ΔΙΑΛΟΓΟ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ: ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ ΔΟΚΙΜΙΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ: ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΕΣ, 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ



Ι. ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
Αποτελεί στις μέρες μας κοινό τόπο ότι η ιστοριογραφία, λόγος και προβληματισμός περί των γνωστικών προϋποθέσεων και της διαδικασίας παραγωγής της ιστορίας, αν και πρωτίστως υπόθεση των ιστορικών, ασφαλώς και δεν τους απασχολεί κατ’ αποκλειστικότητα. Η ιστορία μας αφορά όλους· όπως έγραψε ο Αντώνης Λιάκος, είναι ο τρόπος με τον οποία οι κοινωνίες χειρίζονται τη σχέση τους με το χρόνο και, κατ’ επέκταση, με τον εαυτό τους: «...λειτουργεί όπως ο διάλογος που έχει ο καθένας ή η καθεμιά μας με τη συνείδησή του/της» ... Ως εκ τούτου, η ιστορία αφορά προνομιακά και τις κοινωνικές επιστήμες. Υφίστανται όμως και άλλοι δεσμοί σχέσεων, υφής ευθέως επιστημολογικής: Κοινωνική επιστήμη χωρίς γείωση και συστηματική επαφή με την ιστορία (επομένως και την ιστοριογραφική συζήτηση) είναι κοινωνική επιστήμη άνυδρη και αναποτελεσματική. Χωρίς αίσθηση της δυναμικής του παρελθόντος, των συντελεσμένων εκβάσεων αλλά και των ανυλοποίητων εναλλακτικών, των αντιτιθέμενων ερμηνειών αλλά και της μεταβολής των τρόπων με τους οποίους ιστορούμε (της ιστορικότητας της ιστορίας), τα ερωτήματα που ως κοινωνικοί επιστήμονες, θέτουμε –καθ’ οδόν προς τη διατύπωση ερευνητικών υποθέσεων- είναι στην καλύτερη περίπτωση ρηχά και στη χειρότερη ανερμάτιστα. Δεν συνιστά όμως περιαυτολογία να επισημάνει κανείς ότι και η ιστορία έχει να μάθει από τη συστηματικότητα της ματιάς των κοινωνικών επιστημών –σε ζητήματα εννοιών, συγκρίσεων, αιτιολογικών γενικεύσεων. Τα τελευταία χρόνια η σχέση ανάμεσα στους δυο γνωστικούς πόλους εμφανίζεται συχνά διαταραγμένη και ίσως αποκλίνουσα, όμως ο αμοιβαίως επωφελής χαρακτήρας της παραμένει αδιαμφισβήτητος σε ένα εξαιρετικά ευρύ επιστημολογικό φάσμα, από τον παραδοσιακό εμπειρισμό μέχρι και τη μεταμοντέρνα προδιάθεση.
Όμως γι’ αυτήν την κοινωνικοεπιστημονική παρείσφρυση στα «ιστοριογραφικά οικόπεδα» υπάρχουν και άλλες, πιο άμεσες εξηγήσεις. Η πλέον βασική, από την οποία απορρέει και η δομή του ανά χείρας πονήματος, σχετίζεται με τη γνωστική του ιστορία: Οι Διαδρομές ξεκίνησαν ως εκτενής, μεταθεωρητικός πρόλογος-σχολιασμός στην ελληνική έκδοση του σημαίνοντος In Defence of History του Richard J. Evans, από 1ης Οκτωβρίου 2008 Regius Professor of History στο Πανεπιστήμιο του Cambridge. Προσπαθώντας να πραγματευθώ τις κρίσιμες θεματικές που ανέκυπταν, σύντομα διαπίστωσα ότι ο ειδικός αυτός στόχος και το ευρύτερο γνωστικό εγχείρημα του οποίου αποτελεί τμήμα θα υπηρετούνταν καλύτερα στο πλαίσιο μιας αυτόνομης έκδοσης, ανεξάρτητης από το Defence (που εκδόθηκε το 2009 με τον τίτλο Για την Υπεράσπιση τα ιστορίας από τις Εκδόσεις Σαββάλα... Πρέπει όμως ευθύς εξαρχής να τονιστεί ότι, και έτσι, το Defence , η Υπεράσπιση εξακολουθεί να αποτελεί γνωστικό φόντο και προαπαιτούμενο του παρόντος κειμένου. Ο διάλογος με τα επιχειρήματα του Evans είναι συνεπώς ενδελεχής και αδιάλειπτος…
Ο R. J. Evans, πηγή έμπνευσης αλλά ταυτοχρόνως αγαπητός συνάδελφος και φίλος κατά την περίοδο της δικής μου θητείας στο Cambridge ως Fellow in Politics and History (πρώτα κατά το διάστημα μεταξύ 1998 και 2001 και στη συνέχεια, κατά την εκπαιδευτική μου άδεια, το ακαδημαϊκό έτος 2007-08), μου ζήτησε ο ίδιος να συμμετάσχω στο εγχείρημα της ελληνικής απόδοσης του έργου του, επιδιώκοντας το συνδυασμό τριών κρίσιμων, εξαιρετικά φιλόδοξων στόχων.
Ο πρώτος συνίσταται στην συνοπτική «επικαιροποίηση» ή, ακριβέστερα, επαναπραγμάτευση των βασικών επιχειρημάτων που αναπτύσσονται στο Defence υπό το φως νεότερων εξελίξεων, αλλά κυρίως της νέας οπτικής που επέρχεται όταν επιμελώς επεξεργασμένες θέσεις ζυμώνονται με το χρόνο. Το επιχειρησιακό ερώτημα που τίθεται στις περιπτώσεις αυτές είναι: Πού κυμαίνεται ο προβληματισμός σήμερα, μια δεκαπενταετία μετά την πρώτη κυκλοφορία του βιβλίου-αναφοράς το 1997; Πρόκειται για ερώτημα-συγγραφική πρακτική την οποία —σε ποιοτικά και ποσοτικά διαφορετική κλίμακα βέβαια— ακολούθησε και ο Evans κατά τη δική του συγγραφή, έχοντας ως σημείο αναφοράς το κλασικό What is History? του E. H. Carr, βιβλίο που πρωτοεκδόθηκε το 1961.
Δεύτερη μέριμνά μου είναι –όπως ήδη υπαινίχθηκα- η διαμόρφωση μιας εμπρόθετα κοινωνικοεπιστημονικής ματιάς. Χωρίς να χάνεται η βασική ιστοριογραφική εστία του κειμένου, επιχειρείται ωστόσο, αφενός να καταδειχθεί η συνάφεια που έχει ο αναπτυσσόμενος προβληματισμός για τις κοινωνικές επιστήμες, όσο και το αντίστροφο: η αξία του κοινωνικοεπιστημονικού βλέμματος προς όφελος της διαπραγμάτευσης ιστοριογραφικών προβλημάτων. Παρότι στις μέρες μας μάλλον υποτιμημένη, η σχέση ανάμεσα στα δυο πεδία είναι στενή (μια πραγματικότητα την οποία ο E. H. Carr γνώριζε πολύ καλά), και απορρέει από τις κοινές μεθοδολογικές πειθαρχίες που απαιτεί η πλοήγηση δια μέσου των υφάλων που ελλοχεύουν στην πορεία όλων των επιστημών του ανθρώπου –προφανώς με διαφορετική μορφή και αναλόγως της ιστορικής και επιστημικής συγκυρίας. Στο πλαίσιο αυτό, ενδιαφέρον είναι να αντιπαραβληθούν κάποιες από τις αρχές που επικαλούμαι με έναν άλλο, αντίστοιχο κείμενό μου-εισαγωγή στο μεθοδολογικό έργο του Giovanni Sartori (το «Πολιτική Επιστήμη, Συγκριτική Πολιτική: κρίση στην ‘κανονική επιστήμη’;»…), όπου και εκεί επιχειρείται η θεμελιώδης πραγμάτευση κομβικών προβλημάτων.
Επιδιώκεται, τέλος, διάλογος και συμμετοχή στα ελληνικά θεωρητικά τεκταινόμενα. Αν και σχετικά πρόσφατη (και μάλλον ασυνεχής), η ιστοριογραφική συζήτηση στην Ελλάδα υπήρξε και σημαντική και ιδιαίτερα έντονη. Όμως σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, διεξήχθη ως επί το πλείστον μέσα από συνοπτικά κείμενα (κυρίως στον Τύπο και από τις σελίδες του περιοδικού Ο Πολίτης, κατά τη διετία 2002-03) που περισσότερο σκοπό είχαν να «θερμάνουν» συσπειρώνοντας ευήκοα ακροατήρια, παρά να «φωτίσουν» επιχειρώντας να πείσουν διαφωνούντες ή/και αμύητους. Ο πειρασμός για μια ανασύσταση αυτών των αντιπαραθέσεων είναι βέβαια μεγάλος, όμως ελλοχεύει ο κίνδυνος η υποβόσκουσα πολεμική υφή τους –κάποτε με έντονα προσωπικές αιχμές- να επιβαρύνει υπερβολικά (αν όχι να επισκιάσει) τη βασική αποστολή του κειμένου που είναι η παρουσίαση όσων κατά την άποψή μου αποτελούν τις κρίσιμες ιστοριογραφικές θεματικές. Στις συζητήσεις αυτές γίνονται, έτσι, μόνο νύξεις και σύντομες αναφορές, φροντίζοντας όμως ώστε τα βασικά προβλήματα που τέθηκαν εκεί να μη μείνουν αδιαπραγμάτευτα.
Στο φόντο αυτής της βιβλιογραφικής πραγματικότητας, ειδικό ρόλο στην ανάπτυξη του βιβλίου διαδραματίζει το πρόσφατο, σημαίνον έργο του Αντώνη Λιάκου Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία; (2007). Πρόκειται για δοκίμιο το οποίο, καθώς εισηγείται μια οπτική ουσιωδώς διαφορετική από αυτήν του Evans –με την οποία το παρόν κείμενο πρωτίστως συνδιαλέγεται- αβίαστα καθίσταται υπόρρητος συνομιλητής και πυξίδα για τις ανάγκες της επιχειρηματολογίας που αναπτύσσεται. Για το λόγο αυτό, και αποβλέποντας στην ενθάρρυνση πολλαπλών αντιπαραβολικών αναγνώσεων, θεώρησα χρήσιμο στο τέλος του βιβλίου να συγκεντρώσω έναν αριθμό ειδικών παρατηρήσεων πέρα από τις πολλές διάσπαρτες αναφορές μου. Εξίσου χρήσιμος θα ήταν βέβαια και ένας αντίστοιχος, αντιπαραβολικός διάλογος με το πρόσφατο πόνημα της Ελένης Ανδριάκαινα ... Καθώς όμως το ανά χείρας κείμενο σχεδιάστηκε και, σε μεγάλο βαθμό, συντάχθηκε καιρό πριν την κυκλοφορία του σημαντικού έργου της Ανδριάκαινα, οι αναφορές στο τελευταίο διατηρούν τη μορφή της διάσπαρτης, δυστυχώς ισχνής, παράθεσης…